-
1 ἐπικουρέω
A to be an ἐπίκουρος, act as an ally, once in Hom., ἑ Μοῖραἦγ' ἐπικουρήσοντα μετὰ Πρίαμον Il.5.614
, cf. Th.7.57; φίλοις, χθονί, E.Rh. 937, 956; render aid, Foed. ap. Th.5.23, etc.2. serve as allies or mercenaries, Isoc.4.168; μισθοῦ ἐ. Pl.R. 575b.II. generally, aid or help at need, , Ar.V. 1018, Lys.12.98; [ τῇ δικαιοσύνῃ] Pl.R. 368c; also τῇ ἀναγκαίᾳ τροφῇ ἐ. provide for it, Aeschin. 1.27; νόσοις ἐπικουρῆσαι remedy them, aid one against them, X.Mem. 1.4.13; ἐ. τῷ λιμῷ, τῷ γήρᾳ, τῇ πενίᾳ, Id.Lac.2.6, 10.2, Vect.1.1 ([voice] Pass.); ἐσθὴς ἐπικουρεῖ τινι πολλά ` does him yeoman's service', Id.Cyr.6.2.30.2. c.acc. rei, ἐπικουρεῖν τινι χειμῶνα keep it off from one, Id.An.5.8.25.3. c. acc. et dat.,furnish, supply, POxy.1630.5 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικουρέω
См. также в других словарях:
επικουρώ — (AM ἐπικουρῶ, έω) [επίκουρος] βοηθώ, συντρέχω («ἀλλὰ ἑ Μοῑρα ἦγ’ ἐπικουρήσοντα μετὰ Πρίαμόν τε καὶ υἷας», Ομ. Ιλ.) μσν. υπερασπίζω αρχ. 1. (με δοτ. προσ.) βοηθώ κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη θέση («ἀλλ’ ἐπικουρῶν κρύβδην ἑτέροισι ποιηταῑς»,… … Dictionary of Greek